Η εξέλιξη και ανάπτυξη στον χώρο των εμβολίων αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της σύγχρονης ιατρικής. Απώτερος σκοπός των προγραμμάτων εμβολιασμού είναι η εξάλειψη λοιμωδών νοσημάτων, ενώ ο άμεσος στόχος είναι η πρόληψή τους σε διάφορες πληθυσμιακές ομάδες.
Η ενεργητική ανοσοποίηση διακρίνεται σε φυσική, η οποία αποκτάται μετά από φυσική νόσηση και σε τεχνητή, που επιτυγχάνεται με χορήγηση ολόκληρου ή τμήματος του μικροοργανισμού ή τροποποιημένου προιόντος αυτού (ανατοξίνης, αντιγόνου ή γενετικά κατασκευασμένου αντιγόνου).
Σκοπός του εμβολιασμού είναι η ανάπτυξη ανοσολογικής απάντησης παρόμοιας με αυτή της φυσικής νόσησης, χωρίς όμως αυτό να θέτει σε κίνδυνο τον εμβολιαζόμενο.
Προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να τεθεί σε χρήση ένα εμβόλιο είναι:
1. Να μην προκαλεί νόσο ή σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες
2. Να προκαλεί μακράς διάρκειας ισχυρή ανοσία
3. Το εμβολιαζόμενο άτομο να μην μεταδίδει νόσο σε επίνοσα άτομα
Χαρακτηριστικά των εμβολίων
Τα εμβόλια διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
Εμβόλια που περιέχουν ζώντες εξασθενημένους ιούς ή βακτήρια. Σε αυτή την περίπτωση ο εμβολιαζόμενος αναπτύσει ενεργό λοίμωξη η οποία όμως είναι ήπια ώστε να μην παρατηρούνται παρενέργειες (υποκλινική).
Η ανοσία που αναπτύσσεται είναι συνήθως ισόβια και αυτό επιτυγχάνεται με μία ή δύο δόσεις του εμβολίου.
Εμβόλια που περιέχουν νεκρούς ιούς ή βακτήρια ή τμήματα αυτών τα οποία μπορεί να είναι συζευγμένα με πρωτεΐνες (πχ: τοξίνη τετάνου). Σε αυτή την περίπτωση ο μικροοργανισμός δεν έχει την δυνατότητα πολλαπλασιασμού και γι αυτό πρέπει να περιέχεται αρκετή ποσότητα αντιγόνου ώστε να αναπτύξει ο εμβολιαζόμενος επαρκή ανοσολογική απάντηση.
Τα εμβόλια αυτής της τεχνολογίας απαιτούν συνήθως επαναληπτικές δόσεις, ενώ η ανοσία δεν είναι συνήθως ισόβια.
Νοσήματα για τα οποία υπάρχουν εμβόλια
Ειδικά χαρακτηριστικά των εμβολίων
Αντιγόνα
Μονήρη αντιγόνα (πχ: τετάνου, διφθεριτιδική τοξίνη)
Αντιγόνα με ποικιλία χημικής σύστασης και αριθμό (ακυτταρικό κοκκύτη, αιμοφίλου ινφλουένζα τύπου Β, πνευμονιοκόκκου, μηνιγγιτιδοκόκκου)
Εμβόλια που περιέχουν ζώντες εξασθενημένους ιούς [ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (MMR), ανεμεβλογιάς (VZV)]
Εμβόλια που περιέχουν αδρανοποιημένους ιούς [(πολυομυελίτιδας (IPV), γρίππης)]
Εμβόλια που περιέχουν ανασυνδυασμένα αντιγόνα ιών (ηπατίτιδα Β)
Σύζευξη
Αφορά πρωτείνες όπως η ανατοξίνη τετάνου (ΤΤ), διφθερίτιδας (DT), μεταλλαγμένη τοξίνη διφθερίτιδας (CRM) και πρωτείνες εξωτερικής μεμβράνης (OMP). Όταν αυτές συζευχθούν με πολυσακχαριδικά αντιγόνα που προκαλούν χαμηλή ανοσολογική απάντηση (αιμόφιλος ινφλουένζα τύπου Β, μηνιγγιτιδόκοκκος, πνευμονιόκοκκος) ενισχύουν την αντισωματική απάντηση, ιδιαίτερα σε παιδιά μικρότερα των 2 ετών.
Υπόστρωμα
Ο αντιγονικός παράγοντας των εμβολίων περιέχεται σε φυσιολογικό ορό, απεσταγμένο νερό ή σε συνθετικό υγρό από καλλιέργειες κυττάρων απόπου παράγεται το εμβόλιο (πχ: αντιγόνα αυγών). Στην τελευταία περίπτωση, μπορεί να παρατηρηθεί αλλεργική αντίδραση, αν συνυπάρχει έντονη αλλεργία στο αυγό.
Συντηρητικά, σταθεροποιητικά, αντιμικροβιακοί παράγοντες
Η θειομερσάλη (Thimerosal) είναι ένα συντηρητικό που περιέχει υδράργυρο και το οποίο χρησιμοποιείται πλέον μόνο στο αδρανοποιημένο εμβόλιο της γρίππης και στο τετάνου- διφθερίτιδας (Td) των ενηλίκων. Η θειομερσάλη είχε ενοχοποιηθεί για την ανάπτυξη νευρο- αναπτυξιακών διαταραχών, όπως αυτισμός. Αν και αυτός ο ισχυρισμός δεν αποδείχθηκε, η θειομερσάλη αφαιρέθηκε από τα περισσότερα εμβόλια.
Αντιβιοτικά όπως η νεομυκίνη και η στρεπτομυκίνη χρησιμοποιούνται με σκοπό να εμποδίσουν την ανάπτυξη βακτηριδίων ή να σταθεροποιήσουν το αντιγόνο.
Ανοσο-ενισχυτικά
Πρόκειται για άλατα αλουμινίου τα οποία χρησιμοποιούνται με σκοπό να ενισχύσουν την αντισωματική ανάπτυξη κυρίως σε αδρανοποιημένα εμβόλια (ηπατίτιδα Β, διφθερίτιδα, τέτανος, ιός ανθρωπίνων θηλωμάτων)
Τα ανοσο- ενισχυτικά μπορεί να είναι φυσικά, τεχνητά ή ενδογενή.
Εμβόλια που εμπεριέχουν ανοσο- ενισχυτικά μπορεί να προκαλέσουν πιο έντονες τοπικές αντιδράσεις.
Χρονοδιαγράμματα εμβολιασμών
Τα εμβόλια χορηγούνται σε άτομα τα οποία έχουν την δυνατότητα επαρκούς ανοσολογικής απάντησης και τα οποία θα ωφεληθούν από την προστασία που τους παρέχεται.
Τα περισσότερα εμβόλια απαιτούν δύο ή περισσότερες δόσεις για την ανάπτυξη ικανοποιητικού τίτλου αντισωμάτων. Εμβόλια που περιέχουν ζώντες εξασθενημένους ιούς (MMR, ανεμοβλογιά) χορηγούνται κατά το δεύτερο έτος της ζωής (13-15 μήνα) καθώς η παρουσία μητρικών αντισωμάτων εμποδίζει την ικανότητα ενεργητικής ανοσοποίησης, αν χορηγηθούν νωρίτερα.
Αναλυτικές πληροφορίες για το χρονοδιάγραμμα εμβολιασμού υπάρχουν στην συνέχεια του κεφαλαίου.
Συνοπτικά χαρακτηριστικά των εμβολίων που χορηγούνται βάση του εθνικού προγράμματος εμβολιασμού
ΙΜ: ενδομυικά, SC: υποδόρια, ΙD: ενδοδερμικά
Χορήγηση των εμβολίων
Εμβόλια που χορηγούνται ενδομυικά (IM) ή υποδόρια (SC) γίνονται κατά προτίμηση στην πρόσθια-έξω επιφάνεια του μηρού ή στον δελτοειδή μυ.
Η περιοχή του μηρού προτιμάται συνήθως σε παιδιά έως 1 έτους, ενώ ο δελτοειδής σε μεγαλύτερα παιδιά.
Ο γλουτός πρέπει να αποφεύγεται λόγω της μεγάλης αναλογίας λίπους και της πιθανότητας να τραυματισθεί το ισχιακό νεύρο.
Εμβόλια που περιέχουν ενισχυτικά πρέπει να χορηγούνται βαθιά ενδομυικά λόγω των αυξημένων τοπικών αντιδράσεων αν χορηγηθούν υποδόρια.
Κατά τον υποδόριο εμβολιασμό η γωνία εμβολιασμού πρέπει να είναι περίπου 45°.
Ενδοδερμικά εμβόλια γίνονται στην πρόσθια περιοχή του δελτοειδή μυ με καλή ακινητοποίηση του ασθενούς.
Ασφάλεια των εμβολίων και παρενέργειες
Σκοπός των προγραμμάτων εμβολιασμού είναι η πρόληψη λοιμωδών νοσημάτων και το όφελος συγκρίνεται με την συχνότητα και την βαρύτητα παρενεργειών από τον εμβολιασμό στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Ολα τα εμβόλια τα οποία διαθέτουν έγκριση χρήσης έχουν μελετηθεί σε επίπεδο παρενεργειών, παρόλ αυτά ήπιες παρενέργειες μπορεί να εμφανιστούν. Οι συχνότερες παρενέργειες έχουν ως εξής:
Τοπικές : ερυθρότητα, πόνος, οίδημα στην περιοχή εμβολιασμού
Συστηματικές: πυρετός, εξάνθημα, απόστημα, πυρετικοί σπασμοί.
Η συσχέτιση των εμβολίων με την ανάπτυξη χρόνιων νοσημάτων, αυτοάνοσου χαρακτήρα, αυτισμού, αλλεργιών και απομυελινωτικών νοσημάτων έχουν ερευνηθεί επανειλημμένα χωρίς να έχει αποδειχθεί.
Αντενδείξεις εμβολιασμού
Με τον όρο αντένδειξη αναφερόμαστε στην περίπτωση όπου ο εμβολιασμός πρέπει να αποφευχθεί καθώς οι πιθανές παρενέργειες από τον εμβολιασμό είναι πιο σοβαρές από το όφελος
Αντενδείξεις εμβολιασμού
1. Αναφυλακτική αντίδραση σε κάποιο εμβόλιο αποτελεί αντένδειξη χορήγησης επαναληπτικής δόσης του ίδιου εμβολίου
2. Χορήγηση ζωντανών ιών ή βακτηριδίων σε εγκύους και σε άτομα με βαριά ανοσοκαταστολή
3. Η χορήγηση εμβολίων που περιέχουν ζωντανούς εξασθενημένους μικροοργανισμούς σε 4. Σοβαρή συστηματική νόσος
Αντένδειξη δεν αποτελεί ο πυρετός ή οι κοινές ιογενείς λοιμώξεις. Η χορήγηση εμβολίων που περιέχουν ανατοξίνες ή νεκρούς μικοροργανισμούς σε άτομα με κακοήθη νοσήματα, γίνεται κατά τη διάρκεια της ύφεσης της νόσου. Επίσης οι αιμοσφαιρινοπάθειες δεν αποτελούν αντένδειξη εμβολιασμού, η αντισωματική απάντηση όμως δεν είναι ικανοποιητική.
Γράφει ο Νίκος Σπυρίδης
Παιδίατρος - Λοιμωξιολόγος,
Λέκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή-paidiatriki.gr